ξιφήρης

ξιφήρης
ξῐφήρης, ες,
A armed with a sword, sword in hand, E.Or.1272,1346, al.: also in later Prose, Phld.Rh.2.89 S.(dub.), Ap.Ty.Ep.36, Hdn. 7.5.3, Iamb.VP25.113, Malch.p.410 D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξιφήρης — armed with a sword masc/fem acc pl (attic epic doric) ξιφήρης armed with a sword masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ξιφήρης armed with a sword masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφήρης — ες (Α ξιφήρης, ῆρες) οπλισμένος με ξίφος, αυτός που κρατά ξίφος και είναι έτοιμος για επίθεση νεοελλ. αυτός που ξιφουλκεί, που ανασύρει το ξίφος, που ξεσπαθώνει, που τραβά το σπαθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + ήρης (< ἀρα ρίσκω «συνδέω, εφοδιάζω»),… …   Dictionary of Greek

  • ξιφήρη — ξιφήρης armed with a sword neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξιφήρης armed with a sword masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ξιφήρης armed with a sword masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφῆρες — ξιφήρης armed with a sword masc/fem voc sg ξιφήρης armed with a sword neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφήρεις — ξιφήρης armed with a sword masc/fem acc pl ξιφήρης armed with a sword masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφηρέστατοι — ξιφήρης armed with a sword masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφηρῶν — ξιφήρης armed with a sword masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξιφήρους — ξιφήρης armed with a sword masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …   Dictionary of Greek

  • ξιφηρώ — ξιφηρῶ, έω (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν.) ξιφηφορώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφηφορῶ, με οπλολογία κατ επίδραση τού ξιφήρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”